- ευστάλεια
- εὐστάλεια και ιων. τ. εὐσταλίη, ἡ (Α)[ευσταλής]1. καλή διάταξη, τοποθέτηση2. συμμετρία, αναλογία («εὐστάλεια ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.)3. (για στρατεύματα) η ελαφρότητα τού οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.